φυσιοσκοπώ

φυσιοσκοπώ
-έω, Α
εξετάζω τη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -σκοπῶ (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκοπῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”